ζηλόφθονος — η, ο επίρρ. α φθονερός, μοχθηρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek
ζηλειάρης — α, ικο [ζήλεια] 1. (για συζύγους ή εραστές) αυτός που ανησυχεί για τη συζυγική ή ερωτική πίστη, που διακατέχεται από το πάθος ζηλοτυπίας και το εκδηλώνει 2. αυτός που αισθάνεται θλίψη για την ευδοκίμηση κάποιου, ο ζηλόφθονος, ο φθονερός. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ζηλοπαθής — ζηλοπαθής, ές (Μ) ζηλόφθονος, ζηλότυπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ζηλοφθονία — η [ζηλόφθονος] ο φθόνος για τα αγαθά ή την προκοπή τού άλλου … Dictionary of Greek
ζηλοφθονώ — και ζηλοφτονώ [ζηλόφθονος] φθονώ, ζηλεύω τον άλλο για τα αγαθά του ή την επιτυχία του … Dictionary of Greek
ζηλωτικός — ζηλωτικός, ή, όν (AM) [ζηλωτής] μσν. αξιοζήλευτος αρχ. 1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής 2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν ο ζήλος … Dictionary of Greek
φθονώ — φθονῶ, έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ. β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.) αρχ. 1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ , εἰ … Dictionary of Greek
φθονερός, ή, -ό — και φτονερός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που φθονεί τους άλλους, ο ζηλόφθονος, ο μοχθηρός, ο ζηλιάρης: Φθονερές σκέψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)